- παραυγάζω
- ΜΑυπό την επίδραση τού φωτός εμφανίζω την εικόνα ενός πράγματος, απεικάζω, παριστάνω («τριήρους σχῆμα παραυγάζειν», Ευστ.)αρχ.1. παθ. παραυγάζομαιφωτίζομαι από τα πλάγια, λάμπω («παραυγάζεται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Στράβ.)2. μέσ. είμαι φωτεινός, έχω φως («τὴν Κελτικήν ἐν ὅλαις ταῑς θεριναῑς νυξὶ παραυγάζεσθαι», Στάβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + αὐγάζω «λάμπω, φωτίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.